- φλάμουλο
- το / φλάμουλον, ΝΜβλ. φλάμμουλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλάμμουλο — το / φλάμμουλον, ΝΜ, και φλάμουλο Ν, και φλάμουλον Μ ονομασία τών βυζαντινών λαβάρων που χρησιμοποιούσαν ο αυτοκράτορας, τα μέλη τής βασιλικής οικογένειας και οι ανώτατοι αξιωματούχοι κατά τις τελετές και τις στρατιωτικές δραστηριότητες, αλλ.… … Dictionary of Greek
φλάμπουρο — Πολεμική σημαία. Έτσι ονομάζονταν οι πολεμικές σημαίες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, καθώς και οι σημαίες των κλεφτών και των Σουλιωτών. Φ. ή φλάμουλο (από τη λατινική λέξη flammulun = σημαία με το χρώμα της φλόγας) είναι και το… … Dictionary of Greek